ἐξάψεων

ἐξάψεων
ἐξάψεω̆ν , ἔξαψις
fastening
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμμηνόπαυση — Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12 18 μηνών. Γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδές σύνδρομο — Σπάνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κρίσεις εξάψεων του προσώπου, διάρροιας και δύσπνοιας. Προκαλείται από έναν όγκο στον πνεύμονα ή στο έντερο, που ονομάζεται καρκινοειδές. Ο όγκος εκκρίνει σε μεγάλες ποσότητες την ουσία σεροτονίνη, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”